- μελιαδής
- μελῐᾱδής1 honey sweet “καὶ ἐκ λεχέων κεῖραι μελιαδέα ποίαν” P. 9.37 μελιαδέος οἴνου fr. 166.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
μελιαδής — μελιαδής, ές (Α) βλ. μελιηδής … Dictionary of Greek
μελιαδής — μελιᾱδής , μελιηδής honey sweet masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελιηδής — και δωρ. τ. μελιαδής και αιολ. τ. μελιάδης (Α) γλυκός ή ευχάριστος σαν το μέλι («ἔνθα φίλ ὀπταλέα κρέα ἔδμεναι ἠδὲ κύπελλα οἴνου πινέμεναι μελιηδέος», Ομ. Ιλ.) 2. (για ποτά) ηδύποτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ηδής (< ἧδος < ἡδύς «ευχάριστος,… … Dictionary of Greek